μερσεριζέ

μερσεριζέ
το
βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. επιθ. mercerise, -e (< merceńser «δίνω γυαλάδα στα βαμβακερά νήματα») από το επώνυμο τού Άγγλου χημικού J. Mercer].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μερσερισμός — ο ειδική επεξεργασία διαβροχής βαμβακερών νημάτων ή υφασμάτων με πυκνό διάλυμα καυστικής σόδας η οποία προσδίδει στο προϊόν μεταξοειδή στιλπνότητα και βελτιώνει τη συνάφειά του με τα βαφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. mercerisage (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”